ταυροκάρηνος
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A bull-headed, Nonn.D.26.317, PMag.Par.1.2808.
Greek (Liddell-Scott)
ταυροκάρηνος: -ον, ὁ ἔχων κεφαλὴν ταύρου, Νόνν. Δ. 26. 317, περὶ ἐλέφαντος.
[ᾰ], ον,
A bull-headed, Nonn.D.26.317, PMag.Par.1.2808.
ταυροκάρηνος: -ον, ὁ ἔχων κεφαλὴν ταύρου, Νόνν. Δ. 26. 317, περὶ ἐλέφαντος.