δαμαστής
English (LSJ)
οῦ, ὁ,
A subduer, Gloss., prob. epith. of Ἔρως, [Epich.]301.
Greek (Liddell-Scott)
δᾰμαστής: -οῦ, ὁ, ὁ καθυποτάσσων, Γλωσσ.· δαμαστικός, ή, όν, Σχόλ. εἰς Πίνδ.
οῦ, ὁ,
A subduer, Gloss., prob. epith. of Ἔρως, [Epich.]301.
δᾰμαστής: -οῦ, ὁ, ὁ καθυποτάσσων, Γλωσσ.· δαμαστικός, ή, όν, Σχόλ. εἰς Πίνδ.