λιπαραυγής
English (LSJ)
ές,
A bright-beaming, πορθμίδες Philox.3.1.
German (Pape)
[Seite 50] ές, hell glänzend, leuchtend, πορθμίδες, Philoxen. bei Ath. XIV, 643 a.
Greek (Liddell-Scott)
λῐπᾰραυγής: -ές, λαμπρῶς ἀκτινοβολῶν, Πρατίν. 3. 1, Φιλόξ. παρ᾿ Ἀθην. 643Α.