χερσόθεν
German (Pape)
[Seite 1351] adv., vom festen Lande, vom Ufer her; Pind. Ol. 2, 80; Eur. Heracl. 430.
Greek (Liddell-Scott)
χερσόθεν: Ἐπίρρ., ἐκ τῆς χέρσου, τῆς ξηρᾶς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἐκ τῆς θαλ. ὥστ’ ἐξορᾶσθαι ῥόθια χερσόθεν μόλις Εὐρ. Ἑλ. 1269· εἶτα χερσόθεν πνοαῖσιν ἠλάθησαν ἐς πόντον πάλιν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 429. ΙΙ. ἀπὸ τῆς γῆς, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ὕδωρ, Πινδ. Ο. 2. 131.