κεχωρισμένως
English (LSJ)
Adv., (χωρίζω)
A separately, Arist.Pol.1291a29, Aët. 16.8.
German (Pape)
[Seite 1429] abgesondert, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κεχωρισμένως: Ἐπίρρ. (χωρίζω) χωριστά, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 15.
Adv., (χωρίζω)
A separately, Arist.Pol.1291a29, Aët. 16.8.
[Seite 1429] abgesondert, Sp.
κεχωρισμένως: Ἐπίρρ. (χωρίζω) χωριστά, Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 15.