δυσδάκρυτος
English (LSJ)
ον,
A sorely wept, A.Ag.442 (lyr.). II. Act., sorely weeping, AP12.80 (Mel.); δάκρυα δ. tears of anguish, ib.7.476 (Id.).
German (Pape)
[Seite 677] 1) sehr zu beweinen; βαρὺ ψῆγμα Aesch. Ag. 430. – 2) sehr weinend; ψυχή Mel. 55 (XII, 80); δάκρυα 109 (VII, 476).
Greek (Liddell-Scott)
δυσδάκρῡτος: -ον, πολυδάκρυτος, δι’ ὃν πολὺ ἔκλαυσεν ἢ κλαίει τις, Αἰσχύλ. Ἀγ. 442. ΙΙ. ἐνεργ., πολὺ κλαίων, Ἀνθ. Π. 12. 80· δάκρυα δ., δάκρυα ἀγωνίας, αὐτόθι 7. 476.