πεδάϝοικος
English (LSJ)
ον, Dor. for μέτοικος, IG4.552,615 (Argos).
Greek (Liddell-Scott)
πεδάϝοικος: -ον, Δωρικ. ἀντὶ μέτοικος, Ἐπιγραφ. Ἄργ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 14, 19.
ον, Dor. for μέτοικος, IG4.552,615 (Argos).
πεδάϝοικος: -ον, Δωρικ. ἀντὶ μέτοικος, Ἐπιγραφ. Ἄργ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 14, 19.