A vomit in, λεκανίῳ Polyzel.4.
[Seite 838] (s. ἐμέω), darin ausspeien; ἐνεξεμεῖς, fut., Polyzel. Poll. 10, 76.
ἐνεξεμέω: ἐξεμῶ ἔν τινι,... λεκανίῳ Πολύζηλος ἐν «Δημοτυνδάρεῳ» 4.