ἐξαρμόζω

Revision as of 10:52, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_6)

English (LSJ)

in Pass.,

   A to be displaced, wrenched out, τὰ πλευρὰ ἐξήρμοστο τῶν σπονδύλων Philostr.Her.1.3; ἐξηρμοσμέναι πέτραι Id.Im. 2.17; ἐξήρμοσται τὰς κνήμας ib.4.

German (Pape)

[Seite 872] aus den Fugen bringen, Philostr. Imagg. 2, 4 ὁ τροχὸς ἐξήρμοσται τὰς κνήμας.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξαρμόζω: ἐν τῷ Παθ., ὑφίσταμαι διάλυσιν τῶν ἁρμῶν, τροχοὶ δ’ ἅρματος ὁ μὲν ἐξήρμοσται τὰς κνήμας Φιλόστρ. 815. ΙΙ. τὰ πλευτά... ἔχοντες ἐξηρμοσμένα, καλῶς ἡρμοσμένα, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 3, 6.