γλυκύνους
English (LSJ)
ουν, gen. ου,
A = γλυκύθυμος, Polem.Phgn.22.
Greek (Liddell-Scott)
γλῠκύνους: ουν, γεν. ου, = γλυκύθυμος, Πολέμ. Φυσιογν. 1. 6.
ουν, gen. ου,
A = γλυκύθυμος, Polem.Phgn.22.
γλῠκύνους: ουν, γεν. ου, = γλυκύθυμος, Πολέμ. Φυσιογν. 1. 6.