ον,
A with prominent chin, Arist.Phgn.812b24.
[Seite 83] mit spitzem Kinne, Arist. Physiogn. 5 p. 812, 24.
ἀκρογένειος: -ον, ὁ ἔχων τὸ γένειον, δηλ. τὸ «πηγοῦνι», προτεταμένον ἢ ὀξύ, Ἀριστ. Φυσιογν. 6. 40.