διαμώκησις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A mocking, raillery, τινός Ath.5.200b.
German (Pape)
[Seite 591] ἡ, Verhöhnung, Ath. V, 220 b.
Greek (Liddell-Scott)
διαμώκησις: -εως, ἡ, ἐμπαιγμός, καταγέλασις, τινος Ἀθήν. 220Β.
εως, ἡ,
A mocking, raillery, τινός Ath.5.200b.
[Seite 591] ἡ, Verhöhnung, Ath. V, 220 b.
διαμώκησις: -εως, ἡ, ἐμπαιγμός, καταγέλασις, τινος Ἀθήν. 220Β.