ἀκατούλωτος
English (LSJ)
ον,
A not scarred over, Herod.Med. ap. Orib.10.11.3, Philum.Ven.10, Ruf.Fr.118.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκατούλωτος: -ον, ὁ μὴ ἐπουλωθείς, Ὀρειβάσ., Παῦλ. Αἰγ.
ον,
A not scarred over, Herod.Med. ap. Orib.10.11.3, Philum.Ven.10, Ruf.Fr.118.
ἀκατούλωτος: -ον, ὁ μὴ ἐπουλωθείς, Ὀρειβάσ., Παῦλ. Αἰγ.