[κᾰ], ον,
A undisguised. Adv. -πτως Chio Ep.7.3, 13.3.
[Seite 338] unverdeckt, unverhohlen; Adv., Sp.
ἀπροκάλυπτος: -ον, μὴ κεκαλυμμένος: - Ἐπίρρ. -πτως, φανερά, τάδε περὶ αὐτοῦ λελυμένως καὶ ἀπροκαλύπτως ἐδήλωσα Χίωνος Ἐπιστ. 7. 3.