καταπτυχής
English (LSJ)
ές,
A with ample folds, ἐμπερόναμα Theoc.15.34.
German (Pape)
[Seite 1373] ές, faltenreich, Theocr. 15, 34.
Greek (Liddell-Scott)
καταπτῠχής: -ές, ἔχων πολλὰς πτυχάς, ἐμπερόναμα Θεόκρ. 15. 34.
ές,
A with ample folds, ἐμπερόναμα Theoc.15.34.
[Seite 1373] ές, faltenreich, Theocr. 15, 34.
καταπτῠχής: -ές, ἔχων πολλὰς πτυχάς, ἐμπερόναμα Θεόκρ. 15. 34.