εὐλύγιστος
English (LSJ)
ον, (λῠγίζω)
A flexible, EM530.56, Eust.73.19.
German (Pape)
[Seite 1079] leicht zu biegen, Eust.
Greek (Liddell-Scott)
εὐλύγιστος: -ον, (λῠγίζω), εὐκόλως λυγιζόμενος, εὔκαμπτος, Εὐστ. 73. 20.
ον, (λῠγίζω)
A flexible, EM530.56, Eust.73.19.
[Seite 1079] leicht zu biegen, Eust.
εὐλύγιστος: -ον, (λῠγίζω), εὐκόλως λυγιζόμενος, εὔκαμπτος, Εὐστ. 73. 20.