παχύρραβδος
English (LSJ)
ον,
A with thick shoots, Dsc.[1.14] (Comp.).
Greek (Liddell-Scott)
παχύρραβδος: ὁ, ἡ, ὁ ἔχων παχείας, χονδρὰς ῥάβδους, «ἔστι δέ τι λεγόμενον κιννάμωμον, ὃ ἔνιοι ψευδοκιννάμωμον καλοῦσιν εὐερνὲς καὶ παχυρραβδότερον» Διοσκ. 1, 13 σελ. 26 ἐν ὑποσημ. ὡς διάφ. γραφ.