καλοπροαίρετος
Greek (Liddell-Scott)
καλοπροαίρετος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ καλὴν ἔχων προαίρεσιν, Σπανέας στ. 230, ἐν Ἐκλογῇ μνημ. τῆς νεωτ. Ἑλλ. γλ. Μαυροφρύδου.
καλοπροαίρετος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ καλὴν ἔχων προαίρεσιν, Σπανέας στ. 230, ἐν Ἐκλογῇ μνημ. τῆς νεωτ. Ἑλλ. γλ. Μαυροφρύδου.