ῥυμοτομία
English (LSJ)
ἡ,
A division of a town or camp by streets, Plb.6.31.10, D.S.17.52, Str.14.1.37.
German (Pape)
[Seite 851] ἡ, Eintheilung der Stadt in Straßen, Viertel, Pol. 6, 31, 10.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῡμοτομία: ἡ, ἡ διαίρεσις πόλεως εἰς ὁδοὺς ἢ συνοικίας, Πολύβ. 6. 31, 10, Διόδ. 17. 52, Στράβ. 646· ἐν τῷ πληθ., ὁδοὶ ἢ συνοικίαι, Ἄννα Κομν. 2. 6.