χοιροτροφεῖον

Revision as of 10:54, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_21)

English (LSJ)

τό,

   A pig-sty, Eup.453, Phryn.Com.43.    II = χοιροκομεῖον 11, Hsch.

German (Pape)

[Seite 1362] τό, 1) Ort, wo man Schweine nährt oder hält, Schweinestall. – 2) = χοιροκομεῖον 2, Hesych., wenn es nicht χοιροστρόφιον heißen muß.

Greek (Liddell-Scott)

χοιροτροφεῖον: τό, τόπος ἐν ᾧ χοῖροι τρέφονται, χοιροστάσιον, Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 116, Φρύν. Κωμικ. ἐν «Ποαστρίαις» 3. ΙΙ. = χοιροκομεῖον ΙΙ, Ἡσύχ.