[ᾰν], ον, Dor. for ληθ-,
A escaping wind, ὥρα Simon.12.3.
λᾱθάνεμος: -ον, Δωρ. ἀντὶ τοῦ ληθ-, διαφεύγων τὸν ἄνεμον, νήνεμος, γαλήνιος, ὥρα Σιμων. 12.