ἀμερμηρεί
English (LSJ)
Adv.
A carelessly, Suid., Eust.1416.10.
German (Pape)
[Seite 122] sorglos, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμερμηρεί: ἐπίρρ. ἀμερίμνως, ἀδιαφόρως, ἀμελῶς, Εὐστ. 1416. 10, Ἀνέκδ. Ὀξον. 2. 313.
Adv.
A carelessly, Suid., Eust.1416.10.
[Seite 122] sorglos, VLL.
ἀμερμηρεί: ἐπίρρ. ἀμερίμνως, ἀδιαφόρως, ἀμελῶς, Εὐστ. 1416. 10, Ἀνέκδ. Ὀξον. 2. 313.