δημιουργεῖον
English (LSJ)
τό,
A work-place, App.Pun.93.
German (Pape)
[Seite 562] τό, Werkstätte, App. Pun. 93.
Greek (Liddell-Scott)
δημιουργεῖον: τό, ἐργαστήριον, Ἀππ. Καρχ. 93.
τό,
A work-place, App.Pun.93.
[Seite 562] τό, Werkstätte, App. Pun. 93.
δημιουργεῖον: τό, ἐργαστήριον, Ἀππ. Καρχ. 93.