ταὐτόσημος
English (LSJ)
ον,
A of the same signification, Eust.103.23:
German (Pape)
[Seite 1075] dasselbe bezeichnend, gleichbedeutend, Gramm.
Greek (Liddell-Scott)
ταὐτόσημος: -ον, ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν σημασίαν Εὐστ. 103. 13· ταὐτοσήμαντος, ον, Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκάβ. 16, κ. ἀλλ.