ἀποσφηκόω
English (LSJ)
A untie, loosen, Nonn.D.21.152, al.
German (Pape)
[Seite 329] δεσμούς, die Bande lösen, Nonn. D. 21, 150.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσφηκόω: λύω, «ξελύω», «ξεσφίγγω», Νόνν. Δ. 21. 152, κτλ.
A untie, loosen, Nonn.D.21.152, al.
[Seite 329] δεσμούς, die Bande lösen, Nonn. D. 21, 150.
ἀποσφηκόω: λύω, «ξελύω», «ξεσφίγγω», Νόνν. Δ. 21. 152, κτλ.