ές, (ἄλθος)
A curing many diseases, Dsc.3.146.
[Seite 659] ές, viele Krankheiten heilend, Diosc.
πολυαλθής: ές. (ἄλθος) ὁ πολλὰς νόσους θεραπεύων, πολὺ ἰαματικός, Διοσκ. 3. 163.