λογχηφόρος
English (LSJ)
ον,
A = λογχοφόρος, Sch.rec.A.Pers.147.
Greek (Liddell-Scott)
λογχηφόρος: -ον, = λογχοφόρος, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 147, Νικήτ. Χρον. 48Α.
ον,
A = λογχοφόρος, Sch.rec.A.Pers.147.
λογχηφόρος: -ον, = λογχοφόρος, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πέρσ. 147, Νικήτ. Χρον. 48Α.