ἀκριβολογητέον
English (LSJ)
A one must require precision, Arist.Rh.1404a37, Antyll. ap. Orib.45.16.4.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκριβολογητέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις μετ’ ἀκριβείας νὰ σταθμίσῃ, Ἀριστ. Ρητ. 3. 1. 10.
A one must require precision, Arist.Rh.1404a37, Antyll. ap. Orib.45.16.4.
ἀκριβολογητέον: ῥηματ. ἐπίθ., πρέπει τις μετ’ ἀκριβείας νὰ σταθμίσῃ, Ἀριστ. Ρητ. 3. 1. 10.