κερουχίς

Revision as of 10:55, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_12)

English (LSJ)

ίδος, pecul. fem. of sq.,

   A αἶγες Theoc.5.145 (κερουλίδες, αἱ οὖλα κέρατα ἔχουσαι, κερουλκίδες, αἱ ὑπὸ τῶν κεράτων ἑλκόμεναι vv.ll. ap. Sch.).

German (Pape)

[Seite 1425] ίδος, ἡ, fem. zum Folgdn, gehörnt, αἶγες, Theocr. 5, 145, wo die Schol. die v. l. κερουλκίς od. κερουλίς, mit krausen, gewundenen Hörnern, erwähnen.

Greek (Liddell-Scott)

κερουχίς: -ίδος, ἀνώμαλ. θηλ. τοῦ ἑπομ., αἶγες Θεόκρ. 5. 145, ἔνθα ὁ Σχολ. μνημονεύει δύο ἑτέρας γραφάς, «ἢ κερουλίδες, αἱ οὖλαι κέρατα ἔχουσαι· ἢ κερουλκίδες, αἱ ὑπὸ τῶν κεράτων ἑλκόμεναι».