ἀμετάκλητος
English (LSJ)
ον,
A irrevocable, uncontrollable, ὁρμή Plb.36.15.7; ὀργή Hld.2.10 (v.l. -βλητος).
German (Pape)
[Seite 122] unwiderruflich; ὁρμή Pol. 37. 2. 7. unaufhaltsam.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμετάκλητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ μετακαλέσῃ, ἀκατάσχετος, ἀμετάκλητον ὁρμὴν ἔσχεν, ἀκατάσχετον, Πολύβ. 37. 2, 7, Ἡλιόδ.