ἱεροφυλάκιον
English (LSJ)
[ᾰ], τό,
A treasury for sacred vessels, D.H.2.70.
German (Pape)
[Seite 1243] τό, = ἱεροθήκη, D. Hal. 2, 70.
Greek (Liddell-Scott)
ἱεροφῠλάκιον: τό, μέρος ἔνθα φυλάττουσιν ἱερὰ σκεύη, Διον. Ἁλ. 2. 70.
[ᾰ], τό,
A treasury for sacred vessels, D.H.2.70.
[Seite 1243] τό, = ἱεροθήκη, D. Hal. 2, 70.
ἱεροφῠλάκιον: τό, μέρος ἔνθα φυλάττουσιν ἱερὰ σκεύη, Διον. Ἁλ. 2. 70.