εως, ἡ,
A styptic, Androm. ap. Gal.13.76:=σύμφυτον, prob. in Ps.-Dsc. 4.9.
αἱμόστασις: -εως, ἡ, μέσον καταπαῦον τὸ αἷμα, Γαλην. - φυτὸν ἐν χρήσει ὡς στυπτικόν, Διοσκ. 4. 82.