φαρκίς
English (LSJ)
ῖδος, ἡ,
A wrinkle, S.Fr.1108 (φαρμακίδα cod. Phot.), Erot. s.v. φαρκιδῶδες.
German (Pape)
[Seite 1255] ῖδος, ἡ, Runzel, Falte, Soph. bei Phot., der ἡ ἐκ τοῦ γήρως ῥυτίς erkl.
Greek (Liddell-Scott)
φαρκίς: ῑδος, ἡ, «ῥυτὶς ἡ ἐκ τοῦ γήρως γινομένη» (Ἡσύχ.), Σοφ. Ἀποσπ. 955. [Ἴδε Δράκ. σ. 23, 45].