strengthd. for ἐκφέρω, Hsch.
A s.v. διεξαγάγῃ, A.R.3.73 (tm.).
[Seite 618] = ἐκφέρω, Hesych.
διεκφέρω: ἐπιτεταμ. ἐκφέρω, Ἡσύχ. ἐν λ. διεξαγάγῃ.