στρωμάτιον
English (LSJ)
τό, Dim. of στρῶμα,
A mattress or cushion, PCair.Zen.60.9, 241.3 (iii B.C.), al.: pl., bedclothes, M.Ant.5.1, POxy.1645.9 (iv A.D.).
German (Pape)
[Seite 957] τό, dim. von στρῶμα, M. Ant. 5. 1.
Greek (Liddell-Scott)
στρωμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ στρῶμα, ἐν τῷ πληθ., σκεπάσματα τῆς κλίνης, Μᾶρκ. Ἀντων. 5. 1.