συντριμμός

Revision as of 10:57, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_14)

English (LSJ)

ὁ,

   A = σύντριμμα 11, ruin, ib.Ze.1.10, al.    II συντριμμοὶ θανάτου afflictions, miseries, ib.2 Ki.22.5.

Greek (Liddell-Scott)

συντριμμός: ὁ, = σύντριμμα ΙΙ, ὄλεθρος, Ἑβδ. (Σοφον. Α΄, 10). ΙΙ. συντριμμοὶ θανάτου, θλίψεις, ἀθλιότητες, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΚΒ΄, 5).