δυσήτωρ
English (LSJ)
ορος, ὁ, ἡ,
A heavy at heart, Hsch.
German (Pape)
[Seite 680] schweres Herzens, traurig, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
δυσήτωρ: -ορος, ὁ, ἡ, βαρυκάρδιος, βεβαρημένος τὴν καρδίαν, Ἡσύχ.
ορος, ὁ, ἡ,
A heavy at heart, Hsch.
[Seite 680] schweres Herzens, traurig, Hesych.
δυσήτωρ: -ορος, ὁ, ἡ, βαρυκάρδιος, βεβαρημένος τὴν καρδίαν, Ἡσύχ.