ἀνεμόφθορος
English (LSJ)
ον,
A blasted by the wind, LXX Ho.8.7, Ph.2.431.
German (Pape)
[Seite 223] vom Winde verdorben, zerstört, LXX.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεμόφθορος: -ον, ὁ ὑπὸ τοῦ ἀνέμου φθαρείς, ὅτι ἀνεμόφθορα ἔσπειραν Ἑβδ. (Ὠσηὲ 8. 7), Φίλων 2. 431.