ἀναφορμίζομαι

Revision as of 10:57, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

   A play a prelude, Apollon.Lex. s.v. ἀνεβάλλετο.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναφορμίζομαι: ἀνακρούομαι, «ἀνεβάλλετο, ἀνεφορμίζετο, προοιμιάζετο» Ἀπολλωνίου Λεξικ. ἐν λέξ. ἀνεβάλλετο, σ. 126.