ἀργυροφάλαρος
English (LSJ)
[φᾰ], ον,
A with silver trappings, ἱππεῖς Plb.30.25.6.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠροφάλᾰρος: -ον, ὁ κεκοσμημένος δι’ ἀργυρῶν φαλάρων, κοσμημάτων τῆς κεφαλῆς, Πολύβ. 31. 3, 6 παρ’ Ἀθην. 194Ε.
[φᾰ], ον,
A with silver trappings, ἱππεῖς Plb.30.25.6.
ἀργῠροφάλᾰρος: -ον, ὁ κεκοσμημένος δι’ ἀργυρῶν φαλάρων, κοσμημάτων τῆς κεφαλῆς, Πολύβ. 31. 3, 6 παρ’ Ἀθην. 194Ε.