κισσάμπελος
English (LSJ)
ἡ,
A = ἑλξίνη, Dsc.4.39, cf. Gal.19.131: κιττάμπελος, Ps.-Dsc.4.39:—also κισσ-άνθεμον, τό, ibid., Gal.12.51; a kind of κυκλάμινος, Dsc.2.165.
Greek (Liddell-Scott)
κισσάμπελος: ἡ, = τῷ ἑπομ., Διοσκ. 4. 39.
ἡ,
A = ἑλξίνη, Dsc.4.39, cf. Gal.19.131: κιττάμπελος, Ps.-Dsc.4.39:—also κισσ-άνθεμον, τό, ibid., Gal.12.51; a kind of κυκλάμινος, Dsc.2.165.
κισσάμπελος: ἡ, = τῷ ἑπομ., Διοσκ. 4. 39.