[Seite 903] spätere, bloß poet. Form statt σκοπιάζω, σκοπίασκον Qu. Sm. 2, 6.
σκοπιάω: μεταγενέστ. τύπος ἀντὶ τοῦ προηγ., σκοπίασκον Κόϊντ. Σμ. 2. 6 (ἕτεροι -ίαζον).