δυσκράτητος
English (LSJ)
[ᾰ], ον,
A hard to control, τὸ δ. τῆς ἐπιβολῆς D.S.3.3; ungovernable, ill-disciplined, J.AJ19.4.1; γηρῶντι ἤδη δ. εἶναι (sc. τὴν ἀρχήν) App.Syr. 61.
German (Pape)
[Seite 683] schwer zu besiegen, D. Sic. 3, 3.
Greek (Liddell-Scott)
δυσκράτητος: [ᾰ], -ον, δυσκατανίκητος, δυσκατάβλητος, Διόδ. 3. 3.