ἀντιστροφικά
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιστροφικά: -ῶν, τά, τὰ λυρικὰ μέρη τῶν ἑλληνικῶν δραμάτων συνιστάμενα ἐκ στροφῶν καὶ ἀντιστροφῶν, Γραμμ.
ἀντιστροφικά: -ῶν, τά, τὰ λυρικὰ μέρη τῶν ἑλληνικῶν δραμάτων συνιστάμενα ἐκ στροφῶν καὶ ἀντιστροφῶν, Γραμμ.