ἐξάρτησις
English (LSJ)
εως, ἡ,
A attachment of parts of the body one to another, νεύρων Hp.Fract.37; ἡ τῶν ἐμβρύων ἐ. Arist.HA511a33; τὴν ἐ. ἔχειν ἔκ τινος ib.519b9; τινί ib.497a19. II suspension of a weight, μολύβδου Sor.1.72.
German (Pape)
[Seite 873] ἡ, das Daranhängen, der Zusammenhang, τῶν ἐμβρύων ἐξ αὐτῆς ἐστι τῆς ὑστέρας Arist. H. A. 3, 1; Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξάρτησις: -εως, ἡ, ἡ συνοχὴ τῶν μερῶν τοῦ σώματος πρὸς ἄλληλα. νεύρων Ἱππ. π. Ἀγμ. 776· ἡ τῶν ἐμβρύων ἐξ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 31· τὴν ἐξ. ἔχειν ἔκ τινος αὐτόθι 3. 14· τινι αὐτόθι 1. 17, 17.