A to be hard of hearing, Antyll. ap. Orib.10.13.5.
[Seite 680] schwer hören, Medic.; auch = ungern gehorchen.
δυσηκοέω: δυσκόλως ἀκούω, ἀπειθῶ, Ὀρειβάσ. 298 Ματθ., πρβλ. καὶ Κόντ. Γλωσσ. Παρατ. σ. 276.