δολιεύομαι

Revision as of 10:58, 5 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (6_5)

English (LSJ)

   A deal treacherously, Aq., Sm.Ge.37.18.    2 λόγος δεδολιευμένος a sophism, S.E.P.2.229.

German (Pape)

[Seite 654] hinterlistig bandeln, LXX.; λόγος δεδολιευμένος, listige, verfängliche Rede, Sext. Emp. pyrrh. 2, 229.

Greek (Liddell-Scott)

δολιεύομαι: ἀποθ., δολίως φέρομαι, λόγος δεδολιευμένος, σόφισμα, Σέξτ. Ἐμπ. ΙΙ. 2. 229.