αἰολόδωρος
English (LSJ)
ον,
A bestowing various gifts, Epimenid.19.
Greek (Liddell-Scott)
αἰολόδωρος: -ον, ὁ ποικίλα δῶρα δωρούμενος, Ἐπιμεν. παρὰ Σχολ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 42.
ον,
A bestowing various gifts, Epimenid.19.
αἰολόδωρος: -ον, ὁ ποικίλα δῶρα δωρούμενος, Ἐπιμεν. παρὰ Σχολ. εἰς Σοφ. Ο. Κ. 42.