πολεμοποιός
English (LSJ)
όν,
A making war, bellicose, π. ὁ τύραννος Arist.Pol.1313b28, cf. Plu.2.321f, Jul.ad Ath. 281b, etc.; π. ἵπποι Them.Or.24.307b; διαβολή ib.22.277c.
German (Pape)
[Seite 654] Krieg, Feindseligkeiten erregend, auch verfeindend, zu Feinden machend; Arist. pol. 5, 11, Plut. Popl. 21 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
πολεμοποιός: -όν, ὁ ποιῶν, κινῶν πόλεμον, ὁ γινόμενος αἴτιος πολέμου, ἔστι δὲ πολεμοποιὸς ὁ Τύραννος Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 11, 10, πρβλ. Πλούτ. 2. 311F, κτλ.