ἀπόταγμα
English (LSJ)
ατος, τό,
A prohibition, Iamb.VP28.138 (pl., dub.).
German (Pape)
[Seite 329] τό, Verbot, Iambl. V. Pyth. 138.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπόταγμα: -ατος, τό, ἀπαγόρευσις, Ἰαμβλ. βίος Πυθ. 138
ατος, τό,
A prohibition, Iamb.VP28.138 (pl., dub.).
[Seite 329] τό, Verbot, Iambl. V. Pyth. 138.
ἀπόταγμα: -ατος, τό, ἀπαγόρευσις, Ἰαμβλ. βίος Πυθ. 138